- ὠδίνουσα
- ὠδί̱νουσα , ὠδίνωto have the pains of childbirthpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κράζω — (AM κράζω) 1. (για τον κόρακα ή για άλλα πτηνά) κρώζω (α. «κράξανε τα κοκόρια» β. «κράζει τε γὰρ και αἷμα,... ἀφίησιν ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν ὀχεύων», Αριστοτ.) 2. βγάζω δυνατή φωνή, κραυγάζω («ἔκραζεν ὠδίνουσα», ΚΔ) νεοελλ. επιπλήττω ή αποδοκιμάζω… … Dictionary of Greek
ωδίνω — ὠδίνω, ΝΜΑ, και μτγν. επικ. τ. ὠδείνω Α [ὠδίς, ῑνος] 1. (για ετοιμόγεννη) έχω ωδίνες, κοιλοπονώ 2. μτφ. αγωνιώ 3. παροιμ. «ώδινεν όρος και έτεκε μυν» λέγεται για προσδοκίες ή υποσχέσεις που απολήγουν σε μηδαμινό αποτέλεσμα μσν. παράγω («μέλισσα… … Dictionary of Greek
Ματσούκας, Νικόλαος — (Ξάνθη 1934 –). Θεολόγος, πανεπιστημιακός και συγγραφέας. Σπούδασε στη θεολογική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, της οποίας αναγορεύτηκε διδάκτορας και μετεκπαιδεύτηκε στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης στη συστηματική θεολογία … Dictionary of Greek